πραγματογνωσία

πραγματογνωσία
η, Ν
1. η γνώση τών πραγμάτων
2. μάθημα που διδάσκεται στις δύο πρώτες τάξεις τού δημοτικού σχολείου και έχει ως σκοπό να δώσει στους μαθητές τις πρώτες στοιχειώδεις γνώσεις για τα πράγματα τού περιβάλλοντός τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, -ατος + -γνωσία (< γνώση), πρβλ. αρχαιο-γνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 18ββ στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραγματογνωσία — η γνώση των πραγμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πραγματογνωστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πραγματογνωσία 2. φρ. «πραγματογνωστικά μαθήματα» το μάθημα τής φυσικής και τής γεωγραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματογνωσία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ιω. Πανταζίδη] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογία — η, Ν 1. πραγματογνωσία 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πράγμα, ατος + λογία*] …   Dictionary of Greek

  • πραγματολογία — η 1. πραγματογνωσία (βλ. λ.). 2. πραγματισμός, πραγματοκρατία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”